- πύξος
- (και πυξάρι ή τσιμισίρι). Επιστημονικά λέγεται βούξος ο αειθαλής και είναι θάμνος της οικογένειας των βουξιδών (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει μόνος του στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Καλλιεργείται γενικά στους κήπους και στα πάρκα ως καλλωπιστικό φυτό, σε πυκνές συστάδες ή για διαμόρφωση με ψαλίδισμα σχημάτων (μπορντούρες, κώνοι, μπάλες κλπ.). Υπάρχουν θάμνοι νάνοι (50-80 εκ.) αλλά και ψηλές ποικιλίες (4-5 μ.). O π. είναι φουντωτός με πυκνή διακλάδωση και φύλλα αντίθετα, μικρά, ωοειδή, δερματώδη, σκουροπράσινα, γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια. Έχει άνθη δίκλινα-μόνοικα, χωρίς στεφάνη, με μικρό τετρασέπαλο κάλυκα· οι στήμονες είναι επίσης τέσσερις και η ωοθήκη φέρει τρεις στύλους· ο καρπός είναι κάψα τρίκωχη. Ολόκληρο το φυτό είναι δηλητηριώδες· έχει ξύλο πάρα πολύ σκληρό, ανοιχτό κίτρινο, και χρησιμοποιείται στην τορνευτική και στην κατασκευή κομψοτεχνημάτων.
Ψαλιδισμένες διακοσμητικές μορφές του θάμνου.
Κλαδίσκοι.
* * *η, ΝΑ, και πυξός, ο, Ν1. κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους φυτών Buxus sempervirens τού γένους βούξος, τα οποία είναι θάμνοι και μικρά δέντρα με ξύλο σκληρό και συμπαγές, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αρχαίες πυξίδες, τα κουτιά για φύλαξη διαφόρων αντικειμένων2. το ξύλο τού φυτού αυτού, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ξυλουργικήαρχ.1. το ανοιχτόχρωμο χρώμα τού ξύλου αυτού τού φυτού2. παροιμ. «πύξον εἰς Κύτωρον ἤγαγες» — λεγόταν για άτομα που ανέφεραν κάτι γνωστό ως σπουδαίο και καινούργιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης, όπως το αρμ. boys «φυτό» (< ΙΕ ρίζα *bheu- «μεγαλώνω», πρβλ. λ. φύω). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *bheugh- «κάμπτω, λυγίζω». Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. pοkoso-ekee). Είναι αμφίβολο αν το λατ. buxus (απ' όπου τα: γαλλ. buis, γερμ. Buchse, αγγλ. box) είναι δάνειο από την Ελληνική ή αν πρόκειται για παράλληλα δάνεια].
Dictionary of Greek. 2013.